πεζοτράγουδο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πεζοτράγουδο τα πεζοτράγουδα
      γενική του πεζοτράγουδου των πεζοτράγουδων
    αιτιατική το πεζοτράγουδο τα πεζοτράγουδα
     κλητική πεζοτράγουδο πεζοτράγουδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πεζοτράγουδο < πεζ(ό) + -ο- + τραγούδ(ι) + -ο

Ουσιαστικό

πεζοτράγουδο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.