πεδιλοποιείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πεδιλοποιείο | τα | πεδιλοποιεία |
| γενική | του | πεδιλοποιείου | των | πεδιλοποιείων |
| αιτιατική | το | πεδιλοποιείο | τα | πεδιλοποιεία |
| κλητική | πεδιλοποιείο | πεδιλοποιεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.ði.lo.piˈi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐δι‐λο‐ποι‐εί‐ο
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
πεδιλοποιείο
|
|
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.