πατρίκια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πατρίκια | οι | πατρίκιες |
| γενική | της | πατρίκιας | των | πατρικιών |
| αιτιατική | την | πατρίκια | τις | πατρίκιες |
| κλητική | πατρίκια | πατρίκιες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πατρίκια < πατρίκι(ος) + -α
Προφορά
- ΔΦΑ : /paˈtɾici.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐τρί‐κι‐α
- πατρικία (λόγιο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.