πασσαλάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πασσαλάκι τα πασσαλάκια
      γενική
    αιτιατική το πασσαλάκι τα πασσαλάκια
     κλητική πασσαλάκι πασσαλάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πασσαλάκι < υποκοριστικό του πάσσαλος

Ουσιαστικό

πασσαλάκι ουδέτερο

  • μεταλλικό ή πλαστικό μακρόστενο αντικείμενο με αιχμηρή τη μία άκρη ώστε να μπαίνει εύκολα μέσα στο χώμα, και που χρησιμοποιείται για τη στερέωση σκηνής για κάμπινγκ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.