πασσάλωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πασσάλωμα | τα | πασσαλώματα |
| γενική | του | πασσαλώματος | των | πασσαλωμάτων |
| αιτιατική | το | πασσάλωμα | τα | πασσαλώματα |
| κλητική | πασσάλωμα | πασσαλώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πασσάλωμα < πασσαλώνω + -μα < ελληνιστική κοινή πασσαλόω < αρχαία ελληνική πάσσᾰλος
Ουσιαστικό
πασσάλωμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πασσαλώνω
- άλλες μορφές: πασσάλωση
- (κατ’ επέκταση) ο αναλημματικός ή στερεωτικός φράχτης από πασσάλους
Μεταφράσεις
πασσάλωμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.