πασσάλωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πασσάλωμα τα πασσαλώματα
      γενική του πασσαλώματος των πασσαλωμάτων
    αιτιατική το πασσάλωμα τα πασσαλώματα
     κλητική πασσάλωμα πασσαλώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πασσάλωμα < πασσαλώνω + -μα < ελληνιστική κοινή πασσαλόω < αρχαία ελληνική πάσσᾰλος

Ουσιαστικό

πασσάλωμα ουδέτερο

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πασσαλώνω
    άλλες μορφές: πασσάλωση
  2. (κατ’ επέκταση) ο αναλημματικός ή στερεωτικός φράχτης από πασσάλους

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.