πασιφιστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πασιφιστικός η πασιφιστική το πασιφιστικό
      γενική του πασιφιστικού της πασιφιστικής του πασιφιστικού
    αιτιατική τον πασιφιστικό την πασιφιστική το πασιφιστικό
     κλητική πασιφιστικέ πασιφιστική πασιφιστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πασιφιστικοί οι πασιφιστικές τα πασιφιστικά
      γενική των πασιφιστικών των πασιφιστικών των πασιφιστικών
    αιτιατική τους πασιφιστικούς τις πασιφιστικές τα πασιφιστικά
     κλητική πασιφιστικοί πασιφιστικές πασιφιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πασιφιστικός < πασιφιστής + -ικός

Επίθετο

πασιφιστικός

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.