πασαλίδικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πασαλίδικος | η | πασαλίδικη | το | πασαλίδικο |
| γενική | του | πασαλίδικου | της | πασαλίδικης | του | πασαλίδικου |
| αιτιατική | τον | πασαλίδικο | την | πασαλίδικη | το | πασαλίδικο |
| κλητική | πασαλίδικε | πασαλίδικη | πασαλίδικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πασαλίδικοι | οι | πασαλίδικες | τα | πασαλίδικα |
| γενική | των | πασαλίδικων | των | πασαλίδικων | των | πασαλίδικων |
| αιτιατική | τους | πασαλίδικους | τις | πασαλίδικες | τα | πασαλίδικα |
| κλητική | πασαλίδικοι | πασαλίδικες | πασαλίδικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
Μεταφράσεις
πασαλίδικος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.