παροχετευτικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παροχετευτικότητα | οι | παροχετευτικότητες |
| γενική | της | παροχετευτικότητας | των | παροχετευτικοτήτων |
| αιτιατική | την | παροχετευτικότητα | τις | παροχετευτικότητες |
| κλητική | παροχετευτικότητα | παροχετευτικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παροχετευτικότητα < παροχετευτικός + -ότητα
Ουσιαστικό
παροχετευτικότητα θηλυκό
- η δυνατότητα ή η ικανότητα για παροχέτευση
- Σε μία προφητική μελέτη της ερευνητικής ομάδας, η οποία παραδόθηκε στον Αναπτυξιακό Σύνδεσμο Δυτικής Αθήνας το 2010, τονίζονταν οι επιπτώσεις από τις απρογραμμάτιστες και αιφνίδιες μειώσεις της παροχετευτικότητας των ρεμάτων, όπως και του Κηφισού. (*)
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις παροχετεύω, οχετός και έχω
Μεταφράσεις
παροχετευτικότητα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.