παρλάτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παρλάτα | οι | παρλάτες |
| γενική | της | παρλάτας | — | |
| αιτιατική | την | παρλάτα | τις | παρλάτες |
| κλητική | παρλάτα | παρλάτες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παρλάτα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
παρλάτα θηλυκό
- μονόλογος ενός ηθοποιού
- (μεταφορικά) μονότονος μονόλογος κάποιου
- πέρασε ένας πωλητής, μας πούλησε την παρλάτα του αλλά έφυγε άπραγος!
Συγγενικά
Μεταφράσεις
παρλάτα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.