παρθενοφοβία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παρθενοφοβία | οι | παρθενοφοβίες |
| γενική | της | παρθενοφοβίας | των | παρθενοφοβιών |
| αιτιατική | την | παρθενοφοβία | τις | παρθενοφοβίες |
| κλητική | παρθενοφοβία | παρθενοφοβίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
παρθενοφοβία θηλυκό
- νυμφοφοβία (σπάνιο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.