παρθενεία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παρθενεί αἱ παρθενεῖαι
      γενική τῆς παρθενείᾱς τῶν παρθενειῶν
      δοτική τῇ παρθενεί ταῖς παρθενείαις
    αιτιατική τὴν παρθενείᾱν τὰς παρθενείᾱς
     κλητική ! παρθενεί παρθενεῖαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παρθενεί
γεν-δοτ τοῖν  παρθενείαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρθενεία < παρθέν(ος) + -εία

Ουσιαστικό

παρθενεία, -ας θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.