παρηγορητής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | παρηγορητής | οι | παρηγορητές |
| γενική | του | παρηγορητή | των | παρηγορητών |
| αιτιατική | τον | παρηγορητή | τους | παρηγορητές |
| κλητική | παρηγορητή | παρηγορητές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παρηγορητής < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
παρηγορητής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.