παρερμηνευτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παρερμηνευτικός | η | παρερμηνευτική | το | παρερμηνευτικό |
| γενική | του | παρερμηνευτικού | της | παρερμηνευτικής | του | παρερμηνευτικού |
| αιτιατική | τον | παρερμηνευτικό | την | παρερμηνευτική | το | παρερμηνευτικό |
| κλητική | παρερμηνευτικέ | παρερμηνευτική | παρερμηνευτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παρερμηνευτικοί | οι | παρερμηνευτικές | τα | παρερμηνευτικά |
| γενική | των | παρερμηνευτικών | των | παρερμηνευτικών | των | παρερμηνευτικών |
| αιτιατική | τους | παρερμηνευτικούς | τις | παρερμηνευτικές | τα | παρερμηνευτικά |
| κλητική | παρερμηνευτικοί | παρερμηνευτικές | παρερμηνευτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παρερμηνευτικός < παρερμηνεύ(ω) + -τικός
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις παρερμηνεύω και ερμηνεύω
Μεταφράσεις
παρερμηνευτικός
|
|
Αναφορές
- παρερμηνευτικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.