παρενόχλησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | παρενόχλησῐς | αἱ | παρενοχλήσεις | ||||
| γενική | τῆς | παρενοχλήσεως | τῶν | παρενοχλήσεων | ||||
| δοτική | τῇ | παρενοχλήσει | ταῖς | παρενοχλήσεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | παρενόχλησῐν | τὰς | παρενοχλήσεις | ||||
| κλητική ὦ! | παρενόχλησῐ | παρενοχλήσεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παρενοχλήσει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | παρενοχλησέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- παρενόχλησις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική παρενοχλέω / παρενοχλῶ, παρενοχλη- + -σις (-ησις). Μορφολογικά αναλύεται σε παρ- + αρχαία ελληνική ἐνόχλησις < ἐν- + ὄχλησις.
Πηγές
- παρενόχλησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.