ὀχλέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ὀχλέω < ὄχλος

Ουσιαστικό

ὀχλέω ὀχλῶ

  1. ανυψώνω με μοχλό, κυλίω, μετατοπίζω
  2. ταράζω, ενοχλώ, εμποδίζω, δημιουργώ ζητήματα, εντάσεις
    ἔχουσαν δὲ αὐτὴν ἀληθεῖ λόγῳ οἱ τῆς ἐπελθούσης γυναικὸς οἰκήιοι πυθόμενοι ὤχλεον, φάμενοι αὐτὴν κομπέειν ἄλλως βουλομένην.... (όταν οι οικείοι της νέας συζύγου έμαθαν ότι η άλλη γυναίκα ήταν έγκυος, άρχισαν να προκαλούν επεισόδια, λέγοντας ότι παριστάνει την έγκυο...)
    ὀχλεῖς μάτην με
  3. (παθητικό) κυλιέμαι, μετατοπίζομαι
    ψηφῖδες ἅπασαι ὀχλεῦνται (όλες οι ψηφίδες κυλιώνται και μετατοπίζονται <από το νερό>)
  4. (παθητικό) ταράζομαι, ενοχλούμαι
  5. ενοχλούμαι, μπαίνω στον κόπο
    μὴ ὀχλοῦ δὲ πέμπειν... (μη μπεις στον κόπο να στείλεις...)
  6. έχει φασαρία, έχει πολυκασμία
    ὁδὸς ἥτις οὐ πολὺ ὀχλεῖται

Σύνθετα

  • ἀνοχλέω
  • διενοχλέω
  • διοχλέω
  • ἐννοχλέω
  • ἐνοχλέω-ἐνοχλῶ
  • παρενοχλέω
  • παροχλέω
  • πολυοχλέω
  • προσενοχλέω
  • προσοχλέω
  • συνενοχλέω

Συγγενικά

  • ὄχλημα
  • ὀχληρός
  • ὀχληρῶς (επίρρημα)
  • ὀχληρία
  • ὄχλησις
  • ὀχλητικός
  • ὀχλικός
  • ὀχλικῶς (επίρρημα)
  • ὀχλίζω
  • ὀχλώδης
  •  και δείτε τη λέξη ὄχλος και τα παράγωγά του

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.