παραχείμαση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παραχείμαση | οι | παραχειμάσεις |
| γενική | της | παραχείμασης* | των | παραχειμάσεων |
| αιτιατική | την | παραχείμαση | τις | παραχειμάσεις |
| κλητική | παραχείμαση | παραχειμάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, παραχειμάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παραχείμαση < παραχειμάζω + -ση
Συνώνυμα / Αντώνυμα
- → δείτε τη λέξη ξεχειμώνιασμα
Μεταφράσεις
παραχείμαση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.