παραχειμάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παραχειμάζω < (ελληνιστική κοινή) παραχειμάζω < παρά + αρχαία ελληνική χειμάζω < χειμών < χεῖμα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰeym-
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη χειμώνας
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | παραχειμάζω | παραχείμαζα | θα παραχειμάζω | να παραχειμάζω | παραχειμάζοντας | |
| β' ενικ. | παραχειμάζεις | παραχείμαζες | θα παραχειμάζεις | να παραχειμάζεις | παραχείμαζε | |
| γ' ενικ. | παραχειμάζει | παραχείμαζε | θα παραχειμάζει | να παραχειμάζει | ||
| α' πληθ. | παραχειμάζουμε | παραχειμάζαμε | θα παραχειμάζουμε | να παραχειμάζουμε | ||
| β' πληθ. | παραχειμάζετε | παραχειμάζατε | θα παραχειμάζετε | να παραχειμάζετε | παραχειμάζετε | |
| γ' πληθ. | παραχειμάζουν(ε) | παραχείμαζαν παραχειμάζαν(ε) |
θα παραχειμάζουν(ε) | να παραχειμάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | παραχείμασα | θα παραχειμάσω | να παραχειμάσω | παραχειμάσει | ||
| β' ενικ. | παραχείμασες | θα παραχειμάσεις | να παραχειμάσεις | παραχείμασε | ||
| γ' ενικ. | παραχείμασε | θα παραχειμάσει | να παραχειμάσει | |||
| α' πληθ. | παραχειμάσαμε | θα παραχειμάσουμε | να παραχειμάσουμε | |||
| β' πληθ. | παραχειμάσατε | θα παραχειμάσετε | να παραχειμάσετε | παραχειμάστε | ||
| γ' πληθ. | παραχείμασαν παραχειμάσαν(ε) |
θα παραχειμάσουν(ε) | να παραχειμάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω παραχειμάσει | είχα παραχειμάσει | θα έχω παραχειμάσει | να έχω παραχειμάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις παραχειμάσει | είχες παραχειμάσει | θα έχεις παραχειμάσει | να έχεις παραχειμάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει παραχειμάσει | είχε παραχειμάσει | θα έχει παραχειμάσει | να έχει παραχειμάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε παραχειμάσει | είχαμε παραχειμάσει | θα έχουμε παραχειμάσει | να έχουμε παραχειμάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε παραχειμάσει | είχατε παραχειμάσει | θα έχετε παραχειμάσει | να έχετε παραχειμάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν παραχειμάσει | είχαν παραχειμάσει | θα έχουν παραχειμάσει | να έχουν παραχειμάσει |
| |
Μεταφράσεις
παραχειμάζω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.