παραχειμάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παραχειμάζω < (ελληνιστική κοινή) παραχειμάζω < παρά + αρχαία ελληνική χειμάζω < χειμών < χεῖμα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰeym-

Ρήμα

παραχειμάζω

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.