παραφόρτωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παραφόρτωμα τα παραφορτώματα
      γενική του παραφορτώματος των παραφορτωμάτων
    αιτιατική το παραφόρτωμα τα παραφορτώματα
     κλητική παραφόρτωμα παραφορτώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραφόρτωμα < παραφορτώνω + -μα

Ουσιαστικό

παραφόρτωμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.