παρατράγουδο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παρατράγουδο | τα | παρατράγουδα |
| γενική | του | παρατράγουδου | των | παρατράγουδων |
| αιτιατική | το | παρατράγουδο | τα | παρατράγουδα |
| κλητική | παρατράγουδο | παρατράγουδα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παρατράγουδο < παρα- + τραγούδ(ι) + -ο
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ɾaˈtɾa.ɣu.ðo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐τρά‐γου‐δο
Ουσιαστικό
παρατράγουδο ουδέτερο
- (συνήθως στον πληθυντικό: παρατράγουδα) επεισοδιακή, άτοπη ή απρεπής εξέλιξη
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.