παραστάτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραστάτρια οι παραστάτριες
      γενική της παραστάτριας των παραστατριών
    αιτιατική την παραστάτρια τις παραστάτριες
     κλητική παραστάτρια παραστάτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραστάτρια < παραστάτης + κατάληξη θηλυκού -τρια

Ουσιαστικό

παραστάτρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.