παραστάτιδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραστάτιδα οι παραστάτιδες
      γενική της παραστάτιδας των παραστάτιδων
    αιτιατική την παραστάτιδα τις παραστάτιδες
     κλητική παραστάτιδα παραστάτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραστάτιδα < αρχαία ελληνική παραστάτις, θηλυκό του παραστάτης < παρίσταμαι

Ουσιαστικό

παραστάτιδα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.