παρασκευαστήριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παρασκευαστήριο τα παρασκευαστήρια
      γενική του παρασκευαστήριου
& παρασκευαστηρίου
των παρασκευαστήριων
& παρασκευαστηρίων
    αιτιατική το παρασκευαστήριο τα παρασκευαστήρια
     κλητική παρασκευαστήριο παρασκευαστήρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρασκευαστήριο < παρασκευάζω, παρασκευασ- + -τήριο

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ɾa.sce.vaˈsti.ɾi.o/

Ουσιαστικό

παρασκευαστήριο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.