παραλάλημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παραλάλημα τα παραλαλήματα
      γενική του παραλαλήματος των παραλαλημάτων
    αιτιατική το παραλάλημα τα παραλαλήματα
     κλητική παραλάλημα παραλαλήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραλάλημα < παραλαλώ + -ημα

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ɾaˈla.li.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παραλάλημα

Ουσιαστικό

παραλάλημα ουδέτερο

  • το αποτέλεσμα ή η ενέργεια του παραλαλώ
      Το ωραιότερο σε αυτό το τόσο τρυφερό και ανασούμπουρδο παραλάλημα μεγαλοσύνης είναι ότι πρόκειται για τις ίδιες τηλεπερσόνες που επίμονα και αδιαλείπτως σερβίρουν φωτοσοπιασμένες φωτογραφίες με τον καλό τους σε ντεμέκ ημίγυμνες θερινές πόζες στα κουτσομπολίστικα περιοδικά.
    Φοίβη Αθηναίου, «Κόψε μου ενάμισι μέτρο μητρότητα», Τα Νέα, 9 Μαΐου 2013

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.