παρακρατούμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παρακρατούμενος | η | παρακρατούμενη | το | παρακρατούμενο |
| γενική | του | παρακρατούμενου | της | παρακρατούμενης | του | παρακρατούμενου |
| αιτιατική | τον | παρακρατούμενο | την | παρακρατούμενη | το | παρακρατούμενο |
| κλητική | παρακρατούμενε | παρακρατούμενη | παρακρατούμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παρακρατούμενοι | οι | παρακρατούμενες | τα | παρακρατούμενα |
| γενική | των | παρακρατούμενων | των | παρακρατούμενων | των | παρακρατούμενων |
| αιτιατική | τους | παρακρατούμενους | τις | παρακρατούμενες | τα | παρακρατούμενα |
| κλητική | παρακρατούμενοι | παρακρατούμενες | παρακρατούμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παρακρατούμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του παρακρατούμαι
Μετοχή
παρακρατούμενος
- που παρακρατείται
- Ο παρακρατούμενος φόρος αποδίδεται μόνον όταν ο φορολογούμενος...
Μεταφράσεις
παρακρατούμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.