παρακολούθημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παρακολούθημα | τα | παρακολουθήματα |
| γενική | του | παρακολουθήματος | των | παρακολουθημάτων |
| αιτιατική | το | παρακολούθημα | τα | παρακολουθήματα |
| κλητική | παρακολούθημα | παρακολουθήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παρακολούθημα < παρά + ακολούθημα
Ουσιαστικό
παρακολούθημα ουδέτερο
- είναι ο χώρος εκείνος μιας ιδιοκτησίας (κτιρίου ή οικοπέδου) που έχει βοηθητική χρήση
- η οικογένεια Τάδε έχτισε ένα παρακολούθημα με εμβαδόν 10 τετραγωνικών μέτρων για τη στέγαση του λέβητα· σα συνέπεια η αντικειμενική αξία της ακίνητης περιουσίας αυξήθηκε
- αυτό που ακολουθεί
- παρακολούθημα και λογική συνέπεια των πράξεών μου ήταν να αποκτήσω περισσότερους φίλους
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
παρακολούθημα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.