παρακνήμιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ παρακνήμιον τὰ παρακνήμι
      γενική τοῦ παρακνημίου τῶν παρακνημίων
      δοτική τῷ παρακνημί τοῖς παρακνημίοις
    αιτιατική τὸ παρακνήμιον τὰ παρακνήμι
     κλητική ! παρακνήμιον παρακνήμι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παρακνημίω
γεν-δοτ τοῖν  παρακνημίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρακνήμιον < παρα- + κνήμ(η) +-ιον

Ουσιαστικό

παρακνήμιον, -ίδος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.