παρακινδύνευσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | παρακινδύνευσῐς | αἱ | παρακινδυνεύσεις |
| γενική | τῆς | παρακινδυνεύσεως | τῶν | παρακινδυνεύσεων |
| δοτική | τῇ | παρακινδυνεύσει | ταῖς | παρακινδυνεύσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | παρακινδύνευσῐν | τὰς | παρακινδυνεύσεις |
| κλητική ὦ! | παρακινδύνευσῐ | παρακινδυνεύσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παρακινδυνεύσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | παρακινδυνευσέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παρακινδύνευσις < παρακινδυνεύ(ω) + -σις
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις παρακινδυνεύω, παρά και κίνδυνος
Πηγές
- παρακινδύνευσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παρακινδύνευσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.