παρακαμψούλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παρακαμψούλα | οι | παρακαμψούλες |
| γενική | της | παρακαμψούλας | — | |
| αιτιατική | την | παρακαμψούλα | τις | παρακαμψούλες |
| κλητική | παρακαμψούλα | παρακαμψούλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παρακαμψούλα < παράκαμψη + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Μεταφράσεις
παρακαμψούλα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.