παρακαλεστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρακαλεστικός η παρακαλεστική το παρακαλεστικό
      γενική του παρακαλεστικού της παρακαλεστικής του παρακαλεστικού
    αιτιατική τον παρακαλεστικό την παρακαλεστική το παρακαλεστικό
     κλητική παρακαλεστικέ παρακαλεστική παρακαλεστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρακαλεστικοί οι παρακαλεστικές τα παρακαλεστικά
      γενική των παρακαλεστικών των παρακαλεστικών των παρακαλεστικών
    αιτιατική τους παρακαλεστικούς τις παρακαλεστικές τα παρακαλεστικά
     κλητική παρακαλεστικοί παρακαλεστικές παρακαλεστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παρακαλεστικός < παρακαλώ + -τικός

Επίθετο

παρακαλεστικός, -ή, -ό

  • (προφορικό) άλλη μορφή του παρακλητικός
      Μόνο πια στο γυρισμό ερχότανε μαζί μας και μας κοίταζε με μια ματιά παρακαλεστική, σα να ζητούσε να μην το μαρτυρήσομε... (Κοσμάς Πολίτης Η κορομηλιά [διήγημα])

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.