παραπέρα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παραπέρα < παρα- + πέρα

Επίρρημα

παραπέρα

  1. (τοπικό επίρρημα) λίγο πιο πέρα
  2. (χρονικό επίρρημα) λίγο αργότερα
  3. περαιτέρω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.