παραεμπόριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παραεμπόριο τα παραεμπόρια
      γενική του παραεμπόριου
& παραεμπορίου
των παραεμπόριων
& παραεμπορίων
    αιτιατική το παραεμπόριο τα παραεμπόρια
     κλητική παραεμπόριο παραεμπόρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραεμπόριο < παρα- + -εμπόριο

Ουσιαστικό

παραεμπόριο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.