παρεμπόριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παρεμπόριο | τα | παρεμπόρια |
| γενική | του | παρεμπόριου & παρεμπορίου |
των | παρεμπόριων & παρεμπορίων |
| αιτιατική | το | παρεμπόριο | τα | παρεμπόρια |
| κλητική | παρεμπόριο | παρεμπόρια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
παρεμπόριο ουδέτερο
- άλλη μορφή του παραεμπόριο
- ※ Την αναγκαιότητα λειτουργίας κέντρων ελέγχου εμπορίου, παρεμπορίου και λαθρεμπορίου, με έδρα τη Θεσσαλονίκη, επισημαίνουν οι πρόεδροι των Επιμελητηρίων της Βόρειας Ελλάδας. (…) είναι πλέον άμεση η ανάγκη λειτουργίας των κέντρων αυτών που έχει προτείνει η Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδας, προκειμένου να αντιμετωπιστούν φαινόμενα όπως αυτά του παρεμπορίου στα σύνορα της χώρας μας με τη Βουλγαρία. (http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=356369 εφ. Ελευθεροτυπία, 9/4/2013])
Μεταφράσεις
παρεμπόριο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.