παραδάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παραδάκι τα παραδάκια
      γενική
    αιτιατική το παραδάκι τα παραδάκια
     κλητική παραδάκι παραδάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραδάκι < παράς + υποκοριστικό επίθημα -αδάκι

Ουσιαστικό

παραδάκι ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.