break in

Αγγλικά (en)

ενεστώτας break in
γ΄ ενικό ενεστώτα breaks in
αόριστος broke in
παθητική μετοχή broken in
ενεργητική μετοχή breaking in

Ετυμολογία

break in <  δείτε τις λέξεις break και in. (μαρτυρείται από το 1535 περίπου με την πρώτη σημασία)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˌbreɪk ˈɪn/
 

Ρήμα

break in (en)

  1. (αμετάβατο) διαρρηγνύω, κάνω διάρρηξη
    The police caught a person in the act trying to break in.
    Η αστυνομία συνέλαβε επ΄ αυτοφώρω ένα άτομο που προσπαθούσε να κάνει διάρρηξη.
  2. (μεταβατικό) το να δαμάζω, τιθασεύω ένα άλογο
  3. (αμετάβατο) διακόπτω, πετιέμαι, αρχίζω να μιλάω πριν τελειώσει κάποιος την ομιλία του
    Stop breaking in on our conversation.
    Πάψε να πετάγεσαι στην κουβέντα μας.
     συνώνυμα:  chip in και butt in

Συγγενικά

Αναφορές

  1. break in - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.