παρέλασις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παρέλασῐς αἱ παρελάσεις
      γενική τῆς παρελάσεως τῶν παρελάσεων
      δοτική τῇ παρελάσει ταῖς παρελάσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν παρέλασῐν τὰς παρελάσεις
     κλητική ! παρέλασῐ παρελάσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παρελάσει
γεν-δοτ τοῖν  παρελασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρέλασις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική παρελαύ(νω) + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε παρ- + ἔλασις < ἐλαύνω.
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: παρέλαση

Ουσιαστικό

παρέλασις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.