παράβολο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παράβολο | τα | παράβολα |
| γενική | του | παράβολου & παραβόλου |
των | παράβολων & παραβόλων |
| αιτιατική | το | παράβολο | τα | παράβολα |
| κλητική | παράβολο | παράβολα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παράβολο < αρχαία ελληνική παράβολον
Ουσιαστικό
παράβολο ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.