παπαρδέλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παπαρδέλα | οι | παπαρδέλες |
| γενική | της | παπαρδέλας | των | (παπαρδελών) |
| αιτιατική | την | παπαρδέλα | τις | παπαρδέλες |
| κλητική | παπαρδέλα | παπαρδέλες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παπαρδέλα < ιταλικά: pappardella (λαζάνι) (συνήθως πληθυντικός pappardelle: `λαζάνια΄)
Ουσιαστικό
παπαρδέλα θηλυκό
Συγγενικά
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του παπαρδέλας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.