παντοπώλισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παντοπώλισσα οι παντοπώλισσες
      γενική της παντοπώλισσας των παντοπωλισσών
    αιτιατική την παντοπώλισσα τις παντοπώλισσες
     κλητική παντοπώλισσα παντοπώλισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παντοπώλισσα < παντοπώλης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό

παντοπώλισσα θηλυκό

(επάγγελμα)  δείτε τη λέξη παντοπώλης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.