πανομοιοτυπία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πανομοιοτυπία | οι | πανομοιοτυπίες |
| γενική | της | πανομοιοτυπίας | των | πανομοιοτυπιών |
| αιτιατική | την | πανομοιοτυπία | τις | πανομοιοτυπίες |
| κλητική | πανομοιοτυπία | πανομοιοτυπίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
πανομοιοτυπία θηλυκό
- (νεολογισμός) πανομοιότυπο, πιστό αντίγραφο πχ. CD, DVD.
- απόλυτη/κατά γράμμα μεταφορά-καταγραφή-απεικόνιση δεδομένων
Μεταφράσεις
πανομοιοτυπία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.