πανηπειρωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πανηπειρωτικός | η | πανηπειρωτική | το | πανηπειρωτικό |
| γενική | του | πανηπειρωτικού | της | πανηπειρωτικής | του | πανηπειρωτικού |
| αιτιατική | τον | πανηπειρωτικό | την | πανηπειρωτική | το | πανηπειρωτικό |
| κλητική | πανηπειρωτικέ | πανηπειρωτική | πανηπειρωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πανηπειρωτικοί | οι | πανηπειρωτικές | τα | πανηπειρωτικά |
| γενική | των | πανηπειρωτικών | των | πανηπειρωτικών | των | πανηπειρωτικών |
| αιτιατική | τους | πανηπειρωτικούς | τις | πανηπειρωτικές | τα | πανηπειρωτικά |
| κλητική | πανηπειρωτικοί | πανηπειρωτικές | πανηπειρωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πανηπειρωτικός < παν- + ηπειρωτικός
Επίθετο
πανηπειρωτικός
- ο σχετικός με ολόκληρη την Ήπειρο, ή με όλα τα μέρη της Ηπείρου
Μεταφράσεις
πανηπειρωτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.