πανεχθής

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πανεχθής τὸ πανεχθές
      γενική τοῦ/τῆς πανεχθοῦς τοῦ πανεχθοῦς
      δοτική τῷ/τῇ πανεχθεῖ τῷ πανεχθεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν πανεχθ τὸ πανεχθές
     κλητική ! πανεχθές πανεχθές
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πανεχθεῖς τὰ πανεχθ
      γενική τῶν πανεχθῶν τῶν πανεχθῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς πανεχθέσ(ν) τοῖς πανεχθέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς πανεχθεῖς τὰ πανεχθ
     κλητική ! πανεχθεῖς πανεχθ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πανεχθεῖ τὼ πανεχθεῖ
      γεν-δοτ τοῖν πανεχθοῖν τοῖν πανεχθοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πανεχθής < παν- + -εχθής (< ἔχθος)

Επίθετο

πανεχθής, -ής, -ές, υπερθετικός: πανέχθιστος

  • (σπάνιο) πολύ μισητός, εντελώς εχθρικός
      6ος/5ος πκε αιώνας Ορφικοί ύμνοι, Ὀρφικοὶ ὕμνοι, Νεμέσεως ὕμνος, στιχ. 11-12
    δὸς δ’ ἀγαθὴν διάνοιαν ἔχειν, παύουσα πανεχθεῖς | γνώμας οὐχ ὁσίας, πανυπέρφρονας, ἀλλοπροσάλλας.
    δόσε [στους μύστες] να έχουν αγαθή διάνοια, και να καταπαύσεις τις πολυμίσητες | γνώμες , τις ανίερες, τις υπεροπτικές, τις ευμετάβλητες.
    Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.