πανδοχέας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πανδοχέας | οι | πανδοχείς |
| γενική | του | πανδοχέα & πανδοχέως |
των | πανδοχέων |
| αιτιατική | τον | πανδοχέα | τους | πανδοχείς |
| κλητική | πανδοχέα | πανδοχείς | ||
| Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πανδοχέας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πανδοκεύς < παν- + δέχομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.