παναχαϊκός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παναχαϊκός η παναχαϊκή το παναχαϊκό
      γενική του παναχαϊκού της παναχαϊκής του παναχαϊκού
    αιτιατική τον παναχαϊκό την παναχαϊκή το παναχαϊκό
     κλητική παναχαϊκέ παναχαϊκή παναχαϊκό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παναχαϊκοί οι παναχαϊκές τα παναχαϊκά
      γενική των παναχαϊκών των παναχαϊκών των παναχαϊκών
    αιτιατική τους παναχαϊκούς τις παναχαϊκές τα παναχαϊκά
     κλητική παναχαϊκοί παναχαϊκές παναχαϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παναχαϊκός < παν- + αχαϊκός

Επίθετο

παναχαϊκός

  • ο σχετικός με ολόκληρη την Αχαΐα, ή με όλα τα μέρη της Αχαΐας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.