παμμακεδονικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παμμακεδονικός | η | παμμακεδονική | το | παμμακεδονικό |
| γενική | του | παμμακεδονικού | της | παμμακεδονικής | του | παμμακεδονικού |
| αιτιατική | τον | παμμακεδονικό | την | παμμακεδονική | το | παμμακεδονικό |
| κλητική | παμμακεδονικέ | παμμακεδονική | παμμακεδονικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παμμακεδονικοί | οι | παμμακεδονικές | τα | παμμακεδονικά |
| γενική | των | παμμακεδονικών | των | παμμακεδονικών | των | παμμακεδονικών |
| αιτιατική | τους | παμμακεδονικούς | τις | παμμακεδονικές | τα | παμμακεδονικά |
| κλητική | παμμακεδονικοί | παμμακεδονικές | παμμακεδονικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παμμακεδονικός < παν- + μακεδονικός
Μεταφράσεις
παμμακεδονικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.