παλληκάριον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

μεσαιωνικά ελληνικά
τύποι του παλληκάριον - παλληκάριν - παλληκάρι
που μαρτυρούνται σε κείμενα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ παλληκάριον
παλληκάριν
παλληκάρι
τὰ παλληκαρία
      γενική τοῦ τῶν παλληκαρέων
& παλληκαρίων
    αιτιατική τὸ παλληκάριον τὰ παλληκαρία
     κλητική !
Παράρτημα:Γραμματική

Ετυμολογία

παλληκάριον < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή παλλικάριον με παλληκ-, υποκοριστικό του πάλληξ, παλληκ- + -άριον < πάλλαξ (πολύ νεαρός έφηβος) [1]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: από τους μεσαιωνικούς τύπους  παλληκάρι και παλικάρι νέα ελληνικά: παλληκάρι & παλικάρι αντίστοιχα

Ουσιαστικό

παλληκάριον ουδέτερο

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
παλληκαρ- 
  • μικροπαλληκαρόπουλο
  • παλλικώδης
  • πάλλιξ < πάληξ
  • παλληκαράκιν, παλληκαράκι
  • παλληκαράτα (ουδέτερο πληθυντικός)
  • παλληκαρεύομαι, παλληκαρεύγομαι, παλληκαρεύγω
  • παλληκαρία, παλληκαριά
  • παλληκαρίτσιν, παλληκαρίτσι
  • παλληκαρόπουλον, παλληκαρόπουλο
  • παλληκαροσύνη

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.