παλληκαράτα

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

παλληκαράτα < παλληκάρ(ιον) + -άτα

Ουσιαστικό

παλληκαράτα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • (σπάνιο) σε νεαρή ηλικία, συνήθως συντάσσεται «στα/εις τα/τα παλληκαράτα»
      και απελογήθην ο Ιοσουά υιός του Νουν δουλευτής του Μοσε από τα παλληκαράτα του και είπεν (D.C. Hesseling, Les cinq Livres de la Loi (le Pentateuque), Traduction en néo-grec ..., Γερμανία: S.C. van Doesburgh, 1897 στο Nombres XL, f. 273, 28, σελ. 288 )
      Και αυτός ο Γιάννος όταν ήταν εις τα παλληκαράτα του έπεσεν με την νύμφην του, ήγουν με την γυναίκα του αδελφού του του τρανύτερου εις μοιχίαν και αιμομιξίαν, Γιώργος Καφταντζής, Η σερραϊκή χρονογραφία του Παπασυναδινού, σελ. 113 163β )

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.