παλλικάριν
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- παλλικάριν < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή παλλικάρ(ιον) + κατάληξη -ιν - περισσότερα στο παλλικάριον για τη γραφή παλλικ- < παλληκ- < πάλληξ
Ουσιαστικό
παλλικάριν ουδέτερο
- άλλη μορφή του παλληκάριν & → δείτε τη λέξη παλληκάριον για περισσότερες μορφές
Πηγές
- παλικάριν - LBG → δείτε παλλικάριν - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.