παλιανθρωπιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παλιανθρωπιά | οι | παλιανθρωπιές |
| γενική | της | παλιανθρωπιάς | των | παλιανθρωπιών |
| αιτιατική | την | παλιανθρωπιά | τις | παλιανθρωπιές |
| κλητική | παλιανθρωπιά | παλιανθρωπιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παλιανθρωπιά < παλιάνθρωπος + -ιά
Μεταφράσεις
παλιανθρωπιά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.