παλαιολιθική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παλαιολιθική | ||
| γενική | της | παλαιολιθικής | ||
| αιτιατική | την | παλαιολιθική | ||
| κλητική | παλαιολιθική | |||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παλαιολιθική < θηλυκό του παλαιολιθικός
Ουσιαστικό
παλαιολιθική θηλυκό
- πρωιμότερο τμήμα της Λίθινης Εποχής ή Εποχής του Λίθου
Μεταφράσεις
παλαιολιθική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
παλαιολιθική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του παλαιολιθικός
Ομώνυμα / Ομόηχα
- παλαιολιθικοί
- Μεσολιθική
- Νεολιθική
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.