πακετάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πακετάρισμα | τα | πακεταρίσματα |
| γενική | του | πακεταρίσματος | των | πακεταρισμάτων |
| αιτιατική | το | πακετάρισμα | τα | πακεταρίσματα |
| κλητική | πακετάρισμα | πακεταρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πακετάρισμα < → λείπει η ετυμολογία
_wrap_gifts_for_the_27th_Annual_Sugar_Plum_Tree_Big_Wrap_at.jpg.webp)
πακετάρισμα δώρων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.