πακετάρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πακετάρισμα τα πακεταρίσματα
      γενική του πακεταρίσματος των πακεταρισμάτων
    αιτιατική το πακετάρισμα τα πακεταρίσματα
     κλητική πακετάρισμα πακεταρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πακετάρισμα < λείπει η ετυμολογία
πακετάρισμα δώρων

Ουσιαστικό

πακετάρισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.